- παρεντυγχάνω
- Α [εντυγχάνω]1. συναντώ κατά τύχη2. (η μτχ. ενεστ. αρσ. πληθ. ως διόρθ. τού παρατυγχάνοντες κατά Επιφάν.) οἱ παρεντυγχάνοντεςοι αναγνώστες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρέντευξις — εως, ἡ, Α [παρεντυγχάνω] η κατά τύχη συνάντηση … Dictionary of Greek
παρεντυχία — ἡ, Α [παρεντυγχάνω] κατά τύχη συνάντηση … Dictionary of Greek